- τραπέμπαλιν
- Αεπίρρ.1. με στραμμένη την όψη προς τα πίσω2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐνηλλαγμένως ἢ παρηλλαγμένως»3. (κατά τον Φώτ.) «ἐπ' ἀριστερᾷ ὑπεναντίως».[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραπ- τής συνεσταλμένης βαθμίδας της ρίζας τού ρ. τρέπω* (πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-τράπ-ην) + ἔμπαλιν «προς τα πίσω, αντίστροφα»].
Dictionary of Greek. 2013.