τραπέμπαλιν

τραπέμπαλιν
Α
επίρρ.
1. με στραμμένη την όψη προς τα πίσω
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐνηλλαγμένως ἢ παρηλλαγμένως»
3. (κατά τον Φώτ.) «ἐπ' ἀριστερᾷ ὑπεναντίως».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραπ- τής συνεσταλμένης βαθμίδας της ρίζας τού ρ. τρέπω* (πρβλ. παθ. αόρ. β' -τράπ-ην) + ἔμπαλιν «προς τα πίσω, αντίστροφα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τραπέμπαλιν — turned backwards indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”